- ὑποκιθαρίζω
- ὑποκῐθᾰρίζω,A play an accompaniment on the harp, Sch.Il.18.570.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποκιθαρίζω — Α 1. συνοδεύω με την κιθάρα κάποιον που τραγουδά 2. παίζω την κιθάρα προς τιμή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] … Dictionary of Greek
ὑποκιθαρίζοντες — ὑποκιθαρίζω play an accompaniment on the harp pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)